αμακαδόρικος

αμακαδόρικος
-η, -ο
αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμακαδόρος + παραγ. κατάλ. -ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμακαδόρικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο (βλ. λ.): Δοκίμασε και μαζί μου τα αμακαδόρικα κόλπα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακαδόρος — α και ισσα, ικο άνθρωπος τής αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παράγ. κατάλ. δόρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακατζίδικος — η, ο ο αμακαδόρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακατζής + παραγ. κατάλ. ίδικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακαντζίδικος — η, ο αμακαδόρικος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”